- βαθμιδωτός
- -ή, -ό [βαθμίδα]αυτός που έχει βαθμίδες, ο κλιμακωτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθμιδωτός — ή, ό αυτός που είναι χωρισμένος σε σκαλοπάτια, βαθμίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαθμίδωτος — η, ο [βαθμιδωτός] ο χωρίς βαθμίδες, ακλιμάκωτος … Dictionary of Greek